₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪ ЭЄ ₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪
Πρόσωπα διαλόγου, ο Σωκράτης και οι μαθητές του: Κέβης, Σιμμίας (Πυθαγόρειοι από την Θήβα), Κρίτων, συνομήλικος του Σωκράτη πολύ εύπορος, Φαίδων από την Ηλεία, η Ξανθίππη (γυναίκα του Σωκράτη), Ο Απολλόδωρος, ο Δήμιος που έδωσε το κώνειο και ο των ένδεκα υπηρέτης βουβά πρόσωπα στον διάλογο.
Ο Πλάτωνας δηλώνει καταφατικά ότι ήταν απών από αυτόν τον διάλογο. Ο ευθύς διάλογος γίνεται μεταξύ του Εχεκράτη και του Φαίδωνα στην Φλιούντα πόλη κοντά στο Άργος της Πελοποννήσου, και ο πλαγίως μεταδιδόμενος μεταξύ Σωκράτους και των μαθητών του μέσα στο δεσμωτήριο την τελευταία ημέρα της ζωής του, από τις πρωινές ώρες μέχρι την δύση του ηλίου που ακολούθησε και η πόση του κώνειου.
Ο Εχεκράτης ρωτάει να μάθει λεπτομέρειες από το Φαίδωνα, για τις τελευταίες ημέρες του Σωκράτη. Επίσης τον ρωτάει τι έγινε πέρασες τόσος χρόνος από την ημέρα της καταδίκης μέχρι το κώνειο, και ο Φαίδωνας εξιστορεί.
«Άργησε να εκτελεστεί ο Σωκράτης διότι έτυχε την προηγούμενη ημέρα της δίκης, να είναι η ημέρα στεφάνωσης του ιερού πλοίου που έστελναν οι Αθηναίοι στην Δήλο. Ήταν το πλοίο με το οποίο ο Θησέας κάποτε είχε κατέβει στην Κρήτη. Ο Θησεύς είχε τάξει στον Απόλλωνα ότι εάν τα κατάφερνε, θα έστελνε κάθε χρόνο την θεωρία στην Δήλο, και αυτό έχει μείνει από εκείνα τα χρόνια. Ο νόμος λοιπόν λέει ότι από την στιγμή που αρχίζει αυτή η θεωρία (στιγμή που στεφανώνει ο ιερέας το πλοίο) και μέχρι να γυρίσει από την Δήλο η πόλη των Αθηνών θα πρέπει να παραμένει καθαρή, οπότε και δεν εκτελείται κανένας μέχρι να επιστρέψει.
Τα συναισθήματα στην ατμόσφαιρα ήταν περίεργα, από την μια λύπη για το γεγονός, αλλά από την άλλη ο ίδιος ο Σωκράτης φαινόταν ευτυχισμένος, πράγμα που το μετέδιδε στην παρέα, και γι αυτόν τον λόγο δεν με κυρίευε η λύπη, αλλά πάλι κάποιες στιγμές με κυρίευε πλήρως μια παράξενη διάθεση και μια ασυνήθιστη ανάμειξη χαράς και λύπης, και όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαμε το ίδιο συναίσθημα, πότε γελάγαμε πότε κλαίγαμε.
Ο Σωκράτης δεν έμεινε μόνος τις ώρες του δεσμωτηρίου, εκεί ήταν ο Απολλόδωρος, ο Κριτόβουλος μαζί με τον πατέρα του, ο Κρίτων, ο Ερμογένης, ο Επιγένης, ο Αισχίνης, ο Αντισθένης, ο Κτήσιππος ο Παιανεύς, ο Μενέξενος, και μερικοί άλλοι από τους ντόπιους. Από τους ξένους ήταν ο Σιμμίας και ο Κέβης από την Θήβα, ο Φαιδωνίδης από τα Μέγαρα, ο Ευκλείδης και ο Τεριγίων. Από την πρώτη ημέρα στο δεσμωτήριο τον επισκεπτόμασταν, μαζευόμασταν έξω από το δεσμωτήριο όλοι μαζί και περιμέναμε να μπούμε να τον επισκεφθούμε. Μέχρι να ανοίξει καθόμασταν και συζητούσαμε γιατί αργούσαν λίγο να ανοίξουν. Όταν άνοιγαν μπαίναμε και πηγαίναμε κοντά στον Σωκράτη, και τον περισσότερο χρόνο της ημέρας τον περνούσαμε εκεί, όλοι μαζί. Την τελευταία ημέρα μαζευτήκαμε νωρίτερα γιατί την προηγούμενη όταν βγήκαμε για να πάμε σπίτια μας μάθαμε ότι γύρισε το πλοίο. Και ενώ συνήθως ο φύλακας μας άφηνε να μπούμε νωρίτερα εκείνη την ημέρα μας είπε να περιμένουμε διότι οι ένδεκα λύνουν τις αλυσίδες και δίνουν την εντολή για την εκτέλεση.
Μόλις μπήκαμε είδαμε την Ξανθίππη να κάθεται δίπλα του κρατώντας το μικρός τους παιδί. Μόλις η Ξανθίππη μας αντίκρισε φώναξε και είπε «Σωκράτη, οι φίλοι σου θα σε χαιρετήσουν για τελευταία φορά, και συ αυτούς.» Ο Σωκράτης είπε στον συνομήλικο φίλο και μαθητή του Κρίτωνα «ας την συνοδεύσει κάποιος στην οικεία τους.» Τότε οι άνθρωποι του Κρίτωνος ανέλαβαν να την πάνε σπίτι τους ενώ εκείνη θρηνούσε.
Ο δε Σωκράτης σηκώθηκε και ανακάθισε στην κλίνη, λύγισε το πόδι του και το έτριβε εκεί που ήταν οι αλυσίδες, και καθώς το έτριβε είπε: «πόση παράξενη σχέση έχει το ευχάριστο με το αντίθετο του το δυσάρεστο, και όταν κάποιος απολαμβάνει το ένα σχεδόν είναι αναγκασμένος να λάβει και το άλλο, σαν να είναι δυο διαφορετικά πράγματα ενωμένα από την ίδια κορυφή» και μου φαίνεται είπε: «αν τα είχε καταλάβει αυτά ο Αίσωπος θα συνέθετε μύθο πως ο θεός θέλοντας να τα συμφιλιώσει επειδή πολεμούσαν μεταξύ τους μια και που ήταν αδύνατον ένωσε τις κορυφές τους στο ίδιο σημείο, έτσι σε όποιον παρουσιαστεί το ένα θα ακολουθήσει και το άλλο. Έτσι ένοιωσα και εγώ πριν με τις
αλυσίδες που ένοιωθα πόνο, τώρα ήρθε το επακόλουθο, η ευχαρίστηση της αποδέσμευσης.» Μετά ο Σωκράτης λέει ότι οι φιλόσοφοι δεν γίνεται να φοβούνται τον θάνατο αλλά να τον αψηφούν μεν, αλλά δεν είναι ορθόν να πηγαίνεις κανείς σε αυτόν με αυτοκτονία. Για κάποιους είναι καλύτερος ο θάνατος από την ζωή, αλλά δεν θεωρείται όσιο να ευεργετούν τον εαυτό τους με αυτόν τον τρόπο. Ο λόγος που δεν πρέπει να αυτοκτονούμε κατά την μυστική διδασκαλία (σημείωση: εδώ κάνει λόγο ο Σωκράτης στα Ελευσίνια Μυστήρια) ότι βρισκόμαστε σε μια φυλακή, η οποία είναι το σώμα μας, και δεν πρέπει να δραπετεύει (αυτοκτονεί) κανείς από εκεί από μόνος του. Διότι οι θεοί που μας φροντίζουν μας έδωσαν ζωή, επομένως εάν κάποιος αφαιρέσει αυτό που του έδωσαν οι θεοί δηλ την ζωή του χωρίς την συγκατάθεση των θεών πράττει αντίθετα των θεών, οπότε επιβάλλεται και η τιμωρία (σημείωση: αν εξετάσουμε τα πράγματα μαθηματικά συμβαίνει το εξής, οι θεοί (=φως, γνώση, σωστό, ορθότητα, αρμονία) δίνουν ζωή, εμείς μέσω της ελεύθερης βούλησης επιλέγουμε να κάνουμε το αντίθετο των θεών, δηλ να αφαιρέσουμε την ζωή μας, φυσικό και επόμενο είναι να οδηγηθούμε σε δρόμο αντίθετο των θεών δηλ των Α-θεών (= σκοτάδι, άγνοια, λάθος, στραβό, δυσαρμονία)).
Κανένας φιλόσοφος, είπε ο Σωκράτης, πιστεύει ότι θα φροντίσει καλύτερα τον εαυτό του εάν απελευθερωθεί από την επιστασία των θεών (λόγο γνώσεων τους και άγνοιά μας), δεν είναι λογικό να φεύγουμε μακριά από τον Δεσπότη, αλλά να πηγαίνουμε όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά Του.
Ο Κέβης πήρε τον λόγο και συμφώνησε με τον Σωκράτη κε μετά ο Σιμμίας λίγο πολύ του είπαν να απολογηθεί για τα λεγόμενα του σαν σε δικαστήριο στο ότι τόσο εύκολα είναι διατεθειμένος να μας εγκαταλείψει για τους θεούς, και αυτός αποφάσισε να «απολογηθεί». Αν δεν πίστευα, λέει ο Σωκράτης, ότι θα πάω κοντά σε άλλους θεούς σοφούς και καλούς, και κοντά σε ανθρώπους που έχουν πεθάνει καλύτερους από τους εδώ, θα ήμουν άδικος να μην αγανακτώ για τον θάνατο μου, αλλά να είστε βέβαιοι ότι ελπίζω ότι θα φτάσω κοντά σε ανθρώπους αγαθούς.
Κρίτων για πες μου όμως αυτό που τόση ώρα θες να μου πεις, είπε ο Σωκράτης. «Τι άλλο Σωκράτη, από αυτό που μου λέει τόση ώρα ο δήμιος να σου πω, ότι καλό θα είναι να μιλάς όσο γίνεται λιγότερο, γιατί όσοι κατάδικοι που μιλούν πολύ, θερμαίνονται περισσότερο από ότι πρέπει, και έτσι εμποδίζουν την δράση του φαρμάκου και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να πιούν δύο και τρείς φορές αν χρειαστεί για να δράσει. Ο Σωκράτης είπε «μην του δίνεις σημασία, και πες του να το φτιάξει και δυο και τρείς φορές αν χρειαστεί.» Ο Κρίτων απαντά «την περίμενα την απάντηση αυτή, αλλά με ενοχλούσε τόση ώρα με την επιμονή του.»
«Ο θάνατος δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ο χωρισμός του σώματος από την ψυχή, το σώμα θα είναι χωριστά από την ψυχή μόνο του και η ψυχή χωριστά από το σώμα μόνο του» και συνεχίζει ο Σωκράτης λέγοντας: «Σας φαίνεται ότι είναι χαρακτηριστικό του φιλοσόφου να ενδιαφέρεται για τις σαρκικές ηδονές;» «καθόλου» απαντά ο Σιμμίας, «οπότε η φροντίδα και το ενδιαφέρον θα πρέπει να είναι προς στην ψυχή, διότι το σώμα είναι εμπόδιο, διότι οι αισθήσεις δεν είναι ακριβείς, ούτε ακούμε, ούτε βλέπουμε τίποτε με ακρίβεια, οπότε πρέπει να στραφούμε στην ψυχή για να αγγίξουμε την αλήθεια, μέσω της σκέψης λοιπόν θα προσπαθήσουμε να φανερώσουμε μέρος της πραγματικότητας. Σκέπτεται καλύτερα και ορθότερα κάποιος όταν δεν παρενοχλεί την σκέψη του ούτε άκουσμα, ούτε θέαμα, ούτε πόνος, ούτε ηδονή. Επομένως και στην εδώ ζωή ο φιλόσοφος που έχει στόχο να ανέβει, περιφρονεί το σώμα.»
Ο Σωκράτης απευθύνεται στον Σιμμία και τον ρωτάει αν δεχόμαστε ότι υπάρχει η δικαιοσύνη, η ομορφιά και το κάλλος, «ναι» απαντάει ο Σιμμίας, «Όμως έχεις δει με τα μάτια σου δηλ με τις σωματικές σου αισθήσεις όλα αυτά;» ρωτά ο Σωκράτης, «όχι ποτέ» απαντά ο Σιμμίας «ώστε λοιπόν όποιος προσεγγίσει όλα αυτά μέσω της νοήσεως, μπορεί να φτάσει στο κάθε τι, χωρίς να βάζει την οπτική εντύπωση ή άλλη σωματική αίσθηση στην σκέψη, αλλά με απόλυτη ειλικρίνεια προσπαθεί να προσεγγίσει την πραγματικότητα και την αλήθεια, και την πραγματική ουσία των όντων.», «πράγματι έτσι είναι» Λέει ο Σιμμίας, «Το σώμα μας
οδηγεί σε αμέτρητες ασχολίες, όπως το να πρέπει να σπαταλήσουμε χρόνο για να βρούμε τροφή, αν μας χτυπήσει αρρώστια το πώς θα την απομακρύνουμε, οι επιθυμίες, οι φόβοι, οι διάφορες ψευδαισθήσεις γίνονται εμπόδια στο κυνήγι της εξέλιξης, και τους πολέμους δεν τους προκαλεί τίποτε άλλο από το σώμα και οι επιθυμίες του κι έτσι δεν έχουμε καιρό για να φιλοσοφήσουμε.» και συνεχίζει λέγοντας «Όσο θα είμαστε στην εδώ ζωή, θα πλησιάζουμε κατά το δυνατόν την γνώση αν δεν ζούμε προσκολλημένοι στο σώμα, να παραμένουμε καθαροί μέχρι που οι θεοί μας απαλλάξουν από αυτό, και όταν απαλλαγούμε από αυτό και την ανικανότητα και τον περιορισμό που μας δίνει, θα βρεθούμε μαζί με τέτοιες αλήθειες, και μόνοι μας θα γνωρίσουμε όλη την αντικειμενική πραγματικότητα. Και ίσως είναι αλήθεια το ότι δεν είναι θεμιτό το μη καθαρό να αγγίζει το καθαρό.»
Εμβαθύνοντας στις ιδιότητες του φιλοσόφου ο Σωκράτης παρατηρεί ότι όλοι οι άνδρες, εκτός των φιλοσόφων, θεωρούν τον θάνατο μέγιστο κακό, αυτό σημαίνει ότι αυτοί (σε αντίθεση με τους φιλοσόφους) δείχνουν ανδρεία για να μην τους τύχει αυτό το κακό, δηλ ο θάνατος. Μα δεν είναι παράξενο να είναι κανείς ανδρείος από φόβο και δειλία προς τον θάνατο;
Απευθυνόμενος στον Σιμμία λέει πως η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη και η ανδρεία είναι μέσο κάθαρσης, και ότι αυτοί που καθιέρωσαν τα αρχέγονα μυστήρια (Ελευσίνια κτλ) μας υποδεικνύουν από παλιά, ότι όποιος φτάσει στον Άδη αμύητος στα μυστήρια και αμέτοχος στις τελετές, θα κείτεται μέσα στην λάσπη του Άδη, ενώ αυτός που έχει καθαρίσει και εξαγνίσει την ψυχή του θα κατοικήσει με τους θεούς.
Ο Κέβης αναρωτιέται, όταν κάποιος πεθάνει, επομένως η ψυχή αποκολληθεί από το σώμα, μήπως η ψυχή βγει σαν αέρας ή καπνός και σκορπίσει και πουθενά πια δεν θα βρίσκεται πια; Γιατί αν δεν συμβαίνει αυτό και κάπου πάει και υπάρχει, είναι καλό, αλλά έτσι είναι ή όχι;
Ο Σωκράτης ξεκινάει την σκέψη του με τα εξής λόγια προς τον Κέβη: « Ας μελετήσουμε τα πράγματα κάπως έτσι, κατά πόσον υπάρχουν ψυχές πεθαμένων στον Άδη ή όχι. Από την μια υπάρχουν στην μνήμη μας από παλιά (Ορφικοί, Πυθαγόρειοι) ότι υπάρχουν εκεί οι ψυχές, όταν φτάσουν από εδώ, και πάλι εδώ έρχονται και παίρνουν υπόσταση από τους νεκρούς. Αν ισχύει αυτό, το ότι δηλαδή από τους νεκρούς ξαναγίνονται οι ζωντανοί, σημαίνει ότι οι ψυχές βρίσκονται εκεί. Αν όμως δεν ισχύει αυτό θα πρέπει να πρέπει να ψάξουμε να βρούμε την πραγματικότητα.
«Δεν πρέπει να το βλέπουμε μόνο από την σκοπιά των ανθρώπων, αν θέλουμε να το αντιληφθούμε καλύτερα, αλλά και από των ζώων, και των φυτών και εν γένει όσων έχουν γέννηση.
Ας δούμε τώρα αν όλα γίνονται από τα αντίθετα των αντιθέτων, δηλαδή αυτό του ωραίου με του άσχημου ως αντίθετο του, και το δίκαιο προς το άδικο κτλ.
π.χ όταν κάτι γίνεται μεγαλύτερο, είναι ανάγκη να προέρχεται από κάτι που ήταν αντίθετο του, δηλ ήταν μικρότερο προηγουμένως. Αναλόγως αν γίνεται μικρότερο, θα ήταν πριν μεγαλύτερο. Το ίδιο συμβαίνει με το ισχυρότερο και το ασθενέστερο, με το βραδύτερο και το γρηγορότερο, δικαιότερο και αδικότερο. Οπότε καταλήγουμε πως όλα έτσι γίνονται, από τα αντίθετα τα αντίθετα.
επίσης από τα αντίθετα προέρχονται τα αντίθετα και το ένα γεννά το άλλο και στα εξής: στο ξύπνημα ο ύπνος, χωρισμός και ένωση, ψύξη και θέρμανση. Το αντίθετο λοιπόν της ζωής, όπως ακριβώς στο ξύπνημα ο ύπνος, είναι ο θάνατος. Άρα και το αντίθετο του θανάτου που γεννά είναι η ζωή, άρα οι ψυχές μας προϋπάρχουν αυτής της ζωής στον Άδη και από τον Άδη ξανά εδώ.
Αν λοιπόν τα αντίθετα δεν απέδιδαν τα αντίθετα τους πάντοτε σαν κυκλική περιφορά, και ήταν όλα μια ευθεία μονόδρομη. αλλά ούτε σχημάτιζε καμπύλη επαναφοράς προς στο αντίθετο, θα έπαυε η γένεση, διότι αν μεν η γραμμή ξεκινούσε από τον θάνατο δεν θα υπήρχε γένεση καθόλου, αν δε η γραμμή ξεκινούσε από την γένεση θα έφτανε στον θάνατο, θα κατέληγε εκεί και θα σταματούσε εκεί χωρίς να ξεκινήσει προς την γένεση του αντιθέτου δηλ την ζωή, εφόσον το αντίθετο δεν θα ανταπέδιδε το αντίθετο.»
Ο Κέβης συμφώνησε με τα λεγόμενα του Σωκράτη και το προχώρησε και ανέφερε κάτι που συνήθιζε να λέει ο Σωκράτης, ότι η μάθηση δεν είναι τίποτα άλλο από ανάμνηση, οπότε κάπου από το παρελθόν το έχουμε μάθει αυτά που τώρα θυμόμαστε, οπότε θα ήταν αδύνατον να συμβαίνει αυτό με τη ανάμνηση, αν δεν ήταν η ψυχή μας κάποτε κάπου αλλού πριν λάβει την παρούσα μορφή. Φαίνεται ακόμα από όλα αυτά ότι η ψυχή είναι αθάνατη.
Εφόσον ο Σωκράτης χρησιμοποιεί την μαιευτική μέθοδο με επιτυχία, σημαίνει ότι ο μαθητής θυμάται και απαντά μέσω της ανάμνησης, άρα τα γνώριζε προηγουμένως, άρα κάπου ήταν προηγουμένως η ψυχή μας.
Στην συνέχεια ο Σωκράτης περνάει βαθύτερα στον ανθρώπινο νου και κατ επέκταση στην ανθρώπινη ψυχολογία(!) και παρατηρεί ότι αυτή η ανάμνηση λειτουργεί και αντίθετα, δηλαδή αν δούμε έναν πίνακα ζωγραφικής που απεικονίζει ένα άλογο το μυαλό μας θα ανατρέξει σε κάποιον άνθρωπο πχ παππού μας που είχε άλογο όταν εμείς ήμασταν μικροί και το έχουμε μέσα μας σαν ανάμνηση. Είναι δυνατόν να βλέπουμε ένα άλογο και να σκεπτόμαστε έναν άνθρωπο; Άρα η ανάμνηση γίνεται από όμοια πράγματα ή και από ανόμοια.
Ο Σωκράτης συνεχίζει να βαθαίνει το ερευνητικό του ταξίδι στον ανθρώπινο νου και παρατηρεί ότι έχοντας την ανάμνηση ομοίων, κατ ανάγκη ο νους μας συγκρίνει ομοιότητες και ανομοιότητες, άρα σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου υπάρχει το σημείο που κάνει το «μέτρημα» ή αλλιώς τον «υπολογισμό» για να αποδώσει «αίσθηση ίσου-ισορροπίας» (κατ επέκταση του άνισου δηλ μεγαλύτερου και μικρότερου) [σημείωση σκεφτείτε ανάλογα: σχέση hardware, CPU και software]
Τα αισθητήρια (όραση, ακοή, αφή κτλ) απλά και μόνο στέλνουν το σήμα στον εγκέφαλο με τα δεδομένα, ο εγκέφαλος είναι αυτός που τα επεξεργάζεται. Ο «υπολογισμός» γίνεται μέσω της «αίσθησης
του ίσου-ισορροπίας» [σημείωση: σαν το DVD (optical driver) που «διαβάζει» και στέλνει τα δεδομένα στον επεξεργαστή για calculations για να φτάσουμε σε κάποιο αποτέλεσμα κάποιας εφαρμογής].
Καταλήγει ο Σωκράτης στο συμπέρασμα ότι ο εγκέφαλος πριν γεννηθούμε έχει ήδη στην διάθεση του αυτό που λέγεται «μέτρηση – αίσθηση του ίσου», και εφόσον οι αισθήσεις μας (που αποκτήσαμε μετά την γέννηση μας) δεν μετρούν αυτές το ίσο, απλά αυτές μεταφέρουν τα δεδομένα στον εγκέφαλο για να τις μετρήσει αυτός, από πού έμαθε ο εγκέφαλος να μετράει;;;;
Άρα πριν αρχίσουμε να βλέπουμε και να ακούμε, έπρεπε από κάπου αλλού να έχουμε αποκτήσει της γνώση της ισότητος.
Στην ανάμνηση στηρίζεται η μαιευτική μέθοδος. Μέσω αυτής της μεθόδου ο Σωκράτης «ξεγεννάει» τις ήδη υπάρχουσες ιδέες – γνώσεις, αναδύονας τις από το υποσυνείδητο στο συνειδητό. Η δυσκολία αυτή της ανάδυσης που παθαίνει κάποιος αντιστοιχεί με τους πόνους της γέννας.
Ψυχή (άυλο) = αόρατη = νοητό = εξέλιξη προς το θείον
Το μέσον είναι η φιλοσοφία
Σώμα (ύλη) = ορατό = αισθητό = απομάκρυνση από το θείον
Το μέσον είναι οι αισθήσεις
Για τους ανθρώπους υπάρχουν δύο δρόμοι: της ψυχής και του σώματος (δρόμος της αρετής και της κακίας).
Αυτοί που επιλέγουν (μέσω των πράξεων πάντα) τον δρόμο της ψυχής (αρετής) απαλλάσσονται εκ των πραγμάτων από το αντίθετο της, δηλαδή το υλικό σώμα. Η ψυχή αυτή είναι απαλλαγμένη από υλικές αδυναμίες όπως πλάνη, ανοησία,
φόβους, ανθρώπινες μικρότητες (κακίες), όπως λέγεται κατά την μαρτυρία των μυημένων στα Ελευσίνια (81 a).
Οι άνθρωποι που επέλεξαν την οδό της ψυχής έχουν ήδη προπαρασκευάσει την ψυχή τους να δεχθεί την νέα κατάσταση του θείου που είναι όμοια με την επιλογή του θνητού τους βίου, οπότε φτάνοντας εκεί είναι ευτυχής, διότι δεν έχουν τίποτα να τους τραβάει πίσω.
Αυτοί που επιλέγουν το σώμα, αντιτίθενται αυτόματα σε κάθε τι φιλοσοφικό και προσκολλούνται στις υλικές απολαύσεις. Αυτοί θα έχουν δύσκολο θάνατο επειδή η ψυχή δεν θα θέλει να αποκολληθεί από το σώμα, διότι το φρόντιζε πάντα επίμονα.
Το σώμα αυτό είναι ασήκωτο και βαρύ, γαιώδες και ορατό, έχοντας ανάλογη ψυχή μετά τον θάνατο. Η ψυχή αυτή καταντά βαριά να σέρνεται πάλι στον ορατό τόπο, να κατρακυλάει σαν σκιώδη φάντασμα κοντά σε τάφους και μνήματα επειδή δεν λυτρώθηκε με καθαρμό, μετέχει του ορατού γι αυτό και βλέπεται…
Αυτές οι ψυχές δεν είναι ενάρετων αλλά φαύλων οι οποίες (αυτό)τιμωρούνται για τον κακό βίο τους. Η σωματική επιθυμία που τις ακολουθεί τις κάνει να περιπλανώνται σε τάφους και μνήματα λόγω έντονης επιθυμίας των να ενωθούν πάλι με σώμα. Και όταν κάποτε έρθει πάλι η ώρα να ενωθούν με σώμα, τα ήθη θα είναι πάλι ανάλογα με εκείνα που είχαν προτού αποχωρισθούν.
Τα ήθη αυτών που τους ευχαριστούσε η λαιμαργία και η αδιαντροπιά , το ποτό και η ασέβεια, είναι φυσικό και επόμενο να πάρουν μορφή γαιδάρων, αυτοί πάλι που έδειξαν προτίμηση σε αδικίες, αρπαγές και τυραννίες θα ενταχθούν στα γένη των Γερακιών, των Λύκων κτλ.
Οι άνθρωποι πάλι που άσκησαν την κοινωνική αρετή επειδή έτυχε να γεννηθούν σε μια κατάσταση ανάλογη, απλά επειδή έτσι τους τα μάθανε και μείνανε στάσιμοι χωρίς εξέλιξη, θα μετέχουν σε
γένος κοινωνικό όπως οι μέλισσες ή τα μυρμήγκια, ή μπορεί και πάλι σε ανθρώπινο είδος, πράγμα που δεν φέρνει ευτυχία.
Στο γένος όμως των θεών, κάποιος που δεν φιλοσόφησε και δεν έφυγε ολοκάθαρος δεν είναι δίκαιο και ορθόν να καταλήξει, παρά μόνον ο φιλόσοφος ο οποίος νίκησε τις επιθυμίες-αδυναμιες της ύλης (του σώματος), δεν φοβήθηκε την φτώχια, δεν φοβήθηκε την κοινή περιφρόνηση ούτε και την αδοξία της κοινωνικής θέσης.
Κάθε ηδονή ή λύπη, είναι ένα καρφί που καρφώνει την ψυχή στο σώμα. Επομένως η ψυχή ταυτίζεται με το σώμα, και το σώμα τον αναγκάζει να νομίζει ότι είναι αληθινά μόνο αυτά που παραδέχεται το σώμα.»
Οι παρευρισκόμενοι θέλουν να ρωτήσουν και άλλα τον Σωκράτη για το επέκεινα αλλά διστάζουν διότι φοβούνται ότι είναι δυσάρεστο λόγω της παρούσης συμφοράς του. Ο Σωκράτης γελάει και τους λέει ότι πολύ δύσκολα θα έπειθε πολύ δύσκολα τρίτους ότι δεν νοιώθει καμιά συμφορά για την καταδίκη του, όταν δεν πείθει τους ίδιους τους συνομιλητές του. Παρομοιάζει τον εαυτό του σαν τον κύκνο που αντιλαμβάνεται τον θάνατο του σαν ιερός μάντης του Απόλλωνα και τραγουδά (κύκνειο άσμα). Τους ενημερώνει ότι επειδή οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο παρερμηνεύουν το άσμα του κύκνου ως θρήνο, ενώ αντιθέτως ο κύκνος τραγουδά επειδή ήρθε η ώρα του να μεταναστεύσει κοντά στον θεό τον οποίο υπηρετεί [σημείωση: Οι κύκνοι θεωρούνταν ιερά πουλιά του Απόλλωνα διότι είχαν μαντική ικανότητα, αυτή του να αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται να πεθάνουν]. Τους παροτρύνει να παρατηρήσουν το ότι τα πουλιά ποτέ δεν κελαηδούν όταν πεινάνε ή όταν κρυώνουν ή από ότι άλλο αρνητικό, τραγουδάνε όμως από χαρά.
Τους δηλώνει ο Σωκράτης το εξής: «Εγώ νομίζω πως είμαι αφιερωμένος του ίδιου με τους κύκνους θεού, και δεν μου δίδαξε την μαντική ικανότητα σε κατώτερο βαθμό από εκείνους.»
Ο Σιμμίας όμως δεν είναι ικανοποιημένος από τα επιχειρήματα του Σωκράτη, το ίδιο συμβαίνει και με τον Κέβη. Τους ρώτησε λοιπόν ο Σωκράτης σε ποιο σημείο δεν συμφωνούν. Ο Σιμμίας παραλληλίζει τα λεγόμενα του Σωκράτη με το παράδειγμα της λύρας. Ότι δηλαδή η αρμονία είναι αόρατη, ασώματη, ωραία και θεία. Από την άλλη η Λύρα ορατή, υλική και έχει συγγένεια με τα θνητά πράγματα. «αν σπάσουμε, Σωκράτη, την λύρα, δεν θα μπορεί να παράξει αρμονία (μουσική), οπότε θα ήταν αβάσιμο να υποστηρίξουμε ότι η αρμονία δεν έχει χαθεί αλλά παραμένει [σημείωση 1: Λύρα = σώμα, αρμονία = ψυχή]
[σημείωση 2: το βλέπει από «μικρό» πρίσμα… Η αρμονία υπάρχει συνολικά στην αρμονία του Δημιουργού και πριν την λύρα και μετά. Μέσω της Λύρας μπορούμε να παράξουμε ένα περιορισμένο φάσμα αρμονίας από αυτή που υπάρχει πραγματικά, και είναι ένας μέσο προσέγγισης και κατανόησης του θείου κατά τους Πυθαγόρειους]
Ο Σωκράτης απευθυνόμενος στον μικρότερο μαθητή του τον Φαίδωνα λέει: « θα ήταν θλιβερό το πάθημα αν υπήρχε λόγος αληθινός και ασφαλής που δεν είναι αδύνατον να τον κατανοήσουμε, κι όμως λόγω των συζητήσεων κάποια ίδια πράγματα άλλοτε φαίνονται αληθινά και άλλοτε όχι, να μην κατηγορήσουμε τον εαυτό μας και την ανικανότητα μας που δεν κατανοήσαμε, αλλά να τα ρίξουμε κάπου αλλού και θα περάσουμε την ζωή μας χωρίς την αλήθεια και την γνώση των όντων. [δηλαδή: η πραγματικότητα και η αλήθεια είναι μια, εμείς είμαστε σε γνωστικό επίπεδο τέτοιο που να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε;] και συνεχίζει και λέει: « για να φυλαχτούμε λοιπόν από αυτό το πάθημα, να μην αφήσουμε να περάσει η ιδέα ότι κανείς από τους συλλογισμούς δεν είναι βάσιμος, αλλά ότι ακόμα είμαστε ανώριμοι. Υπάρχουν πολλοί όμως, που επιχειρηματολογούν με σκοπό να θεωρηθούν σωστά αυτά που υποστηρίζουν από τους παρόντες και όχι προς την πραγματικότητα, και επειδή μπορεί να έχω πέσει σε αυτό το σφάλμα μην συμφωνήσετε με μένα λόγω της κατάστασης, αλλά όπου διαφωνείτε φέρτε επιχειρήματα για να το εξετάσουμε για να μην εξαπατηθούμε όλοι μαζί γιατί ο στόχος μας είναι η αλήθεια και όχι να εξαπατηθώ εγώ, και φεύγοντας σαν μέλισσα αφήσω το κεντρί μου μέσα σας. Βέβαια εγώ δεν προσπαθώ να φανούν
αληθινά αυτά που υποστηρίζω για να πείσω τους παρόντες, αλλά πάλι αν μεν συμβαίνει να είναι αλήθεια όλα αυτά, είναι συμφέρον να πεισθώ, αν πάλι δεν είναι, θα είμαι λιγότερο αντιπαθητικός στους παρόντες με το να μην οδύρομαι όλο αυτό το διάστημα του θανάτου μου.»
Ο Σιμμίας και ο Κέβης έχουν πεισθεί ότι η ψυχή κάπου προϋπήρχε εφόσον είναι ολοφάνερο ότι η μάθηση είναι ανάμνηση, αλλά δεν έχουν πεισθεί ότι η ψυχή μετά το τέλος παραμένει και δεν χάνεται.
Ο Σιμμίας υποστήριξε ότι η αρμονία (μουσική) είναι σύνθετο πράγμα, και ότι η ψυχή είναι αρμονία (μουσική) που σύγκειται από τις τάσεις του σώματος.
Ο Σωκράτης ξεκινά από το πρώτο, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει συνθεμένη αρμονία (μουσική) πριν από την ύπαρξη των στοιχείων από τα οποία έπρεπε να συντεθεί, δηλαδή η ψυχή που συμφώνησαν ότι προϋπάρχει δεν μπορεί να είναι συνθεμένη με το σώμα που ΘΑ υπάρξει.
Μετά περνάει στο να δώσει τον μηχανισμό της αρμονίας: «δεν γίνεται η αρμονία να είναι διαφορετική από τα στοιχεία που την αποτελούν, άρα δεν είναι δυνατόν να κάνει ή να πάθει κάτι διαφορετικό από αυτό που κάνουν ή παθαίνουν στοιχεία. Δεν γίνεται λοιπόν να προηγείται η αρμονία των στοιχείων αλλά τα στοιχεία της αρμονίας, άρα είναι και επίσης αδύνατον η αρμονία να κινηθεί αντίθετα των στοιχείων της.
Η αρμονία είναι εκ φύσεως σε αντιστοιχία με τον τρόπο που θα ρυθμιστεί. Δηλαδή εάν εναρμονισθεί περισσότερο και σε μεγαλύτερο βαθμό, θα ήταν ανώτερη ποιοτικά και ποσοτικά, αν σε λιγότερο και μικρότερο βαθμό θα ήταν κατώτερη πράγμα που σημαίνει ότι μια ψυχή θα είναι με νου και αρετή, ενώ μια άλλη ανόητη και μοχθηρή.
Η ψυχή λοιπόν δεν μπορεί να είναι αρμονία, διότι διακρίνονται σε καλές και κακές, δηλαδή αρμονικές και δυσαρμονικές. Αν ίσχυε
αυτό που υποστήριξες τότε καμία ψυχή, εφόσον θα ήταν αρμονική, δεν θα ήταν κακή, οπότε και αυτές των ζώων θα ήταν όλες καλές, πράγμα που δεν ισχύει.
Στην συνέχεια ο Σωκράτης μας δίνει στοιχεία για την ανατομία του ανθρώπινου σώματος (98 c) αναφέροντας ότι το σώμα αποτελείται από κόκκαλα και νεύρα, τα μεν κόκκαλα είναι στερεά, διαθέτουν όρμους που τα χωρίζουν το ένα από το άλλο, τα δε νεύρα είναι τέτοια που τεντώνονται και χαλαρώνουν (είναι δηλ ελαστικά), τα οποία τα περιβάλλουν τα κόκκαλα μαζί με τις σάρκες, και το δέρμα τα συγκρατεί αυτά. Καθώς τα κόκκαλα κινούνται, τα νεύρα χαλαρώνουν και τεντώνουν ώστε να λυγίζουν τα μέλη, και έτσι μπορούμε και καθόμαστε κτλ.
[από τον στίχο 100c μέχρι τον 105 e ο Σωκράτης αποδεικνύει με απόλυτο μαθηματικό τρόπο ότι η ψυχή είναι αθάνατη]
Εφόσον λοιπόν η ψυχή είναι αθάνατη, έχει ανάγκη φροντίδας, όχι μόνο για τον χρόνο που ονομάζουμε ζωή, αλλά και τον συνολικό χρόνο που ονομάζουμε αιωνιότητα. Τώρα λοιπόν φαίνεται ο κίνδυνος αν κάποιος την παραμελήσει… γιατί αν με τον θάνατο χανόντουσταν όλα γενικώς, θα ήταν ένα ανέλπιστο δώρο για τους κακούς.
Η ψυχή κατεβαίνοντας στον Άδη, δεν έχει τίποτα άλλο από την παιδεία και την ανατροφή που της έμεινε από τον βίο της, τα οποία αναλόγως του βίου την ωφελούν ή την βλάπτουν. Όταν κάποιος πεθάνει, ο Δαίμονας του (Δαίμον - δαήμον = γνώστης, εξού και το αδαής) που με βάσει τις πράξεις του εν ζωή διαλέγει, αναλαμβάνει να τον οδηγήσει σε κάποιον τόπο που συγκεντρώνονται όλες οι ψυχές μετά την δίκη για να πορευθούν στον Άδη, με οδηγό εκείνον. Αφού μείνουν εκεί όσο χρόνο πρέπει, κάποιος άλλος Δαίμονας τους φέρνει πάλι πίσω, μετά από μακρές και πολλές χρονικές περιόδους.
Οι μη ενάρετες (ακάθαρτες) ψυχές έχουν μια βραδύτητα (διότι ήταν και είναι προσκολλημένες στην ύλη) στο να ακολουθήσουν τον δαίμονα οδηγός τους. Τις αποφεύγουν όλες οι υπόλοιπες (καθαρές
και μη) όπως αποφεύγονται και από τους ίδιους τους οδηγούς Δαίμονες τους. Καταλήγουν να περιπλανώνται μέχρι το πλήρωμα των χρόνων, που με την συμπλήρωση των πηγαίνουν αναγκαστικά στην κατοικία που τους πρέπει. Οι Ενάρετες ακολουθούν τον Δαίμονα οδηγό τους χωρίς πρόβλημα, βρίσκουν συνταξιδιώτες και οδηγούς τους θεούς και εγκαθίστανται στον τόπο που τους ταιριάζει. Οι τόποι της γης είναι θαυμάσιοι και δεν είναι όπως κάποιοι νομίζουν, καθώς κάποιος με έχει πείσει με τους λόγους του.
Τότε ο Σιμμίας παροτρύνει τον Σωκράτη να μιλήσει για την γη
«έχω πειστεί λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, ότι πρώτον αν είναι στην μέση του ουρανού, και είναι και στρογγυλή, δεν χρειάζεται καθόλου τον αέρα ούτε καμιά άλλη υποστήριξη για να μην πέσει, αλλά είναι σε θέση να την κρατάει σταθερά η ομοιογένεια του κόσμου αυτού σε κάθε διεύθυνση, όπως και η ίδια η ισορροπία της. Γιατί όταν κάτι που ισορροπεί τοποθετηθεί στο κέντρο ενός άλλου ίδιου σχήματος, δεν μπορεί να γέρνει λίγο ή πολύ προς την μια κατεύθυνση, έτσι μένει ακίνητο στην ίδια κατάσταση.
Ακόμη ότι είναι πελώρια και ότι εμείς κατοικούμε, από τον Φάση ποταμό μέχρι τις Ηράκλειες στήλες (Κολχίδα μέχρι Γιβραλτάρ), δηλαδή σε ένα μικρό κομμάτι της, σαν τους βατράχους που μένουν γύρω από την θάλασσα. Ακόμα υπάρχουν και άλλοι τόποι που κατοικούν πολλοί άλλοι άνθρωποι. Γιατί υπάρχουν περί της γης πολλές κοιλότητες με διάφορες μορφές και μεγέθη, που έχει μαζευτεί νερό αέρας και ομίχλη. Η ίδια η γη είναι καθαρή στην μέση καθαρού κόσμου όπου είναι και τα άστρα που κάποιοι το ονομάζουν Αιθέρα (σημείωση: Ο ουράνιος θόλος ήταν ο αέρας από την γη μέχρι τα σύννεφα, και πάνω από τα σύννεφα ήταν ο αιθέρας με τα αστέρια, το οποίο εμείς σήμερα ονομάζουμε Διάστημα)
Υπάρχουν πολλές κοιλότητες λοιπόν και εμείς αγνοούμε ότι ζούμε σε κάποια από αυτές αλλά νομίζουμε ότι κατοικούμε στην
επιφάνεια της και τον αέρα τον ονομάζουμε ουρανό με την ιδέα ότι αυτός είναι ο ουρανός που κινούνται τα άστρα. Λόγω της ανικανότητας μας και της αδυναμίας μας δεν είμαστε σε θέση να διασχίσουμε τον αέρα μέχρι τέρμα επάνω, γιατί αν κανείς έφτανε στην κορυφή θα έβλεπε καθαρά σηκώνοντας το κεφάλι του, όπως ακριβώς τα ψάρια της θάλασσας βγάζοντας το κεφάλι τους βλέπουν τα εδώ. Έτσι θα μπορούσε κανείς να δει καθαρά τον έξω κόσμο (Αιθέρα δηλ Διάστημα), και αν η φύση μας ήταν ικανή να αντέξει το θέαμα, θα καταλάβαινε ότι εκείνος είναι ο πραγματικός ουρανός και το φως το αληθινό και την πραγματική γη.
Λέγεται λοιπόν, συνεχίζει ο Σωκράτης, ότι η γη είναι, αν την έβλεπε κανείς από ψηλά, σαν τις σφαίρες (σφαίρες επίσκυρου δηλ μπάλες ποδοσφαίρου) εκείνες που είναι καμωμένες από δώδεκα κομμάτια διαφορετικά δέρματα. Δηλαδή είναι πολύχρωμη σφαίρα και τα μέρη της ξεχωρίζουν από τα χρώματα που έχει το καθένα, και τα χρώματα που χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι μας εδώ δεν είναι παρά απομιμήσεις εκείνων των χρωμάτων. Από κει λοιπόν βλέπουμε ότι η γη είναι χρωματισμένη απ αυτά τα χρώματα, που είναι πιο λαμπερά και καθαρά από τα εδώ. Οι κοιλότητες παίρνουν μια απόχρωση λαμπρή μέσα στην ποικιλία των άλλων χρωμάτων ώστε να δίνει εντύπωση ενιαίας εικόνας πολύχρωμης.
Στην συνέχεια ο Σωκράτης κατά πάσα πιθανότητα, περιγράφει αυτό που εμείς σήμερα το γνωρίζουμε ως παράδεισο και αργότερα αυτό που εμείς σήμερα γνωρίζουμε ως κόλαση.
Αυτή λοιπόν η γη είναι στολισμένη με διάφορα πετράδια και ωραία χρώματα, και ακόμα με χρυσάφι ασήμι και άλλα παρόμοια ώστε να είναι απόλαυση καλότυχων θεατών η θέα τους. Επάνω της υπάρχουν ζώα και άνθρωποι που άλλοι κατοικούν στην μέση της γης και άλλοι γύρω, και περιβάλλονται από αέρα όπως εμείς κοντά σε θάλασσα, άλλοι σε νησιά που τα περιβάλλει αέρας και είναι κοντά στην στεριά. Ότι είναι για εμάς το νερό και η θάλασσα για τις ανάγκες μας, είναι για εκείνους ο αέρας. Ο δε δικός μας αέρας είναι για εκείνους ο αιθέρας.
Οι εποχές του έτους έχουν τόσο καλό κλίμα ώστε δεν αρρωσταίνουν και ζουν περισσότερα χρόνια από τους εδώ, και στην ακοή και στην όραση και στην φρόνηση και σε όλα υπερέχουν από εμάς. Έχουν ακόμα άλση των θεών και ιερά, στα οποία πραγματικά κατοικούν θεοί, οι θεοί μιλάνε μαζί τους, δίνουν χρησμούς και εμφανίζονται μπροστά τους. Με τον τρόπο αυτόν οι σχέσεις των ανθρώπων με τους θεούς είναι στενές.
Ανάμεσα στα χάσματα της γης, υπάρχει ένα που είναι το μεγαλύτερο και διαπερνά όλη την γη από την μια άκρη έως την άλλη άκρη, και αυτό εννοούσε ο Όμηρος όταν είπε: «Πολύ μακριά, εκεί όπου υπάρχει κάτω από την γη το πιο βαθύ βάραθρο» (Ιλιάδα Θ 14) το οποίο αλλού και εκείνος και άλλοι ποιητές το ονομάζουν Τάρταρον.
Υπάρχουν εκεί πολλά ρεύματα και ανάμεσα σε όλα υπάρχουν τέσσερα ρεύματα. Το μεγαλύτερο κυλάει κυκλικά στον πιο απομακρυσμένο κύκλο γύρω από την γη, ο καλούμενος Ωκεανός. Απέναντι και σε αντίθετη φορά κυλάει ο Αχέρων που περνάει μέσα από ακατοίκητους τόπους και φτάνει στην Αχερουσία λίμνη, όπου φτάνουν οι ψυχές των πολλών πεθαμένων, και αφού παραμείνουν κάποιο χρονικό διάστημα, καθορισμένο από την ειμαρμένη (ειμαρμένη < αρχαία ελληνική "μείρομαι" (παίρνω το μερίδιό μου)), άλλες περισσότερο άλλες λιγότερο, στέλνονται για τις γενέσεις των ζώων. Ένας τρίτος ποταμός που πηγάζει από τους άλλου δυο λέγεται Πυριφλεγέθοντας που ήταν φλεγόμενος, και ο Κωκυτός όπου θρηνούσαν για συγχώρεση η αμαρτωλές ψυχές.
Είναι τέτοια η φύση του κάτω κόσμου. Όταν φτάσουν οι ψυχές εκεί που τους φέρνει ο δαίμονας του την κάθε μια, με δίκη θα ξεχωρίσουν αυτές που έζησαν με ευσέβεια και αρετή με αυτές που έζησαν στην αμαρτία. Οι ενάρετες θα πάνε στον Αχέροντα θα επιβιβαστούν επάνω στις βάρκες και θα πάνε στην λίμνη για εξαγνισμό για τα μικρό αδικήματα που διέπραξαν και αφού καθαριστούν θα είναι πια ελεύθερες και θα απολαμβάνουν πια τιμές για τις ευεργεσίες τους, η κάθε μια σύμφωνα με την αξία τους. Οι ψυχές που κουβαλάνε βαρύ φορτίο αμαρτίας και θεωρηθούν
αθεράπευτοι, η μοίρα που τους πρέπει είναι να ριχθούν στον Τάρταρον από όπου και δεν βγαίνουν ποτέ (δηλαδή οριστική καταδίκη της ψυχής εξάπαντος). Αυτές οι ψυχές που θα κριθούν ότι διέπραξαν μεγάλα μεν αδικήματα αλλά μπορούν να θεραπευτούν, θα πέσουν μεν στον Τάρταρον, αφού όμως πέσουν και περάσουν εκεί κάποιο χρονικό διάστημα (αναλόγως πόσο χρειάζεται για την θεραπεία) τους βγάζει έξω το κύμα, τους βαρύτερα αμαρτωλούς ο Κωκυτός τους δεν λίγο ελαφρύτερα ο Πυριφλεγέθοντας. Μεταφερόμενοι λοιπόν από τους δυο ποταμούς φτάνουν στην Αχερουσία λίμνη, καλούν αυτούς που σκότωσαν ή αδίκησα ή ότι άλλο και τους παρακαλούν να τους επιτρέψουν να περάσουν την λίμνη. Αν τους πείσουν περνούν και τελειώνουν τα βάσανα τους, αν δεν τους πείσουν επιστρέφουν πάλι με τον ίδιο τρόπο στον Τάρταρον. Αυτό συνεχίζεται μέχρι να τους πείσουν.
Αυτές όμως οι ψυχές που κρίθηκαν ως ξεχωριστές σε ευσέβεια, και εξαγνίστηκαν με την φιλοσοφία, ελευθερώνονται και απαλλάσσονται από αυτούς εδώ τόπους της γης που είναι σαν φυλακές. Φεύγουν κατ ευθείαν για επάνω, ζουν τον υπόλοιπο χρόνο εντελώς ασώματοι και φτάνουν σε τόπους διαμονής πολύ καλύτερους, που δεν είναι εύκολο να περιγράψουμε.
Γι αυτούς τους λόγους Σιμμία, λέει ο Σωκράτης, πρέπει να κάνουμε τα πάντα, ώστε να μετάσχουμε στην αρετή και την φρόνηση σε όλη μας την ζωή, γιατί το έπαθλο είναι ωραίο και ελπίδα μεγάλη.
Για όλους αυτούς τους λόγους ο άνθρωπος πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στην ψυχή του, που σε όλη την διάρκεια της ζωής του αδιαφόρησε για τις σωματικές ηδονές και στολίδια, επειδή τα θεωρούσε ξένα, αντιθέτως επεδίωξε τις ηδονές της μάθησης και στόλισε την ψυχή του με τα δικά της στολίδια και όχι με ξένα, δηλαδή με Σωφροσύνη, Δικαιοσύνη, Ανδρεία, Ελευθερία και ΑΛΗΘΕΙΑ. Με αυτήν την προετοιμασία περιμένει την πορεία προς τον Άδη, για να πάει όταν το επιβάλλει η ειμαρμένη (πεπρωμένο).
Εσείς λοιπόν Σιμμία, Κέβη και οι υπόλοιποι, αργότερα θα κάνετε αυτή την πορεία. Εμένα όμως με καλεί η ειμαρμένη, και είναι σχεδόν η ώρα μου να κατευθυνθώ στο λουτρό, γιατί είναι καλύτερα
αφού λουσθώ να πιώ το φάρμακο, για να μην βάλω σε κόπο τις γυναίκες να πλένουν το νεκρό κορμί.»
Ο Κρίτων πήρε τον λόγο και τον ρώτησε αν έχει κάποια επιθυμία να κάνουν ως προς τα παιδιά του ή για κάποιο άλλο θέμα, να το κάνουν προς χάρην του. Ο Σωκράτης απάντησε: «τίποτα διαφορετικό από αυτά που πάντοτε λέω, ότι δηλαδή φροντίζοντας τους εαυτούς σας, και σε μένα και στους δικούς μου και στον εαυτό σας θα κάνετε χάρη. Αν όμως παραμελήσετε τους εαυτούς σας και δεν θέλετε να ζείτε ακολουθώντας τρόπον τινά τα ίχνη των λόγων των τωρινών και των παλαιών, παρόλο που συμφωνήσατε με προθυμία με τα λεγόμενα μου, δεν θα κάνετε πρόοδο καμιά.
Ο Κρίτων του απάντησε ότι θα τα πράττουν με προθυμία, και τον ρώτησε το πώς θα θελε να τον θάψουν. Ο Σωκράτης απάντησε: « ‘όπως θέλετε αρκεί να μην σας την κοπανήσω (να μην σας ξεφύγω)» Γέλασε και συνέχισε λέγοντας: «φίλοι μου, δεν κατορθώνω να πείσω τον Κρίτωνα, ότι εγώ ο Σωκράτης είμαι αυτός που συζητά και διευθύνει την συζήτηση, αλλά νομίζει ότι είμαι ο νεκρός που θα αντικρίσει σε λίγο και με ρωτάει το πώς θέλω να με θάψει…»
Αφού είπε αυτά τα λόγια σηκώθηκε και πήγε στο λουτρό, περιμέναμε λοιπόν συζητώντας μεταξύ μας για όσα είχαν ειπωθεί, ανακεφαλαιώνοντας τα. Άλλοτε πάλι μιλούσαμε για την μεγάλη συμφορά που μας βρήκε, το ότι δηλαδή θα περάσουμε την υπόλοιπη μας την ζωή σαν ορφανοί σαν να είχαμε χάσει τον πατέρα μας. Αφού λούστηκε του πήγαν τα παιδιά του (Στην απολογία ανέφερε τους τρείς γιούς και τις ηλικίες τους, τον μεγαλύτερο Λαμπροκλέα που ήταν μειράκιον (14-21 ετών) και δύο παιδιά (1-7 ετών) Μενέξενο και Σωφρονίσκο. Από κει φαίνεται με έναν πρόχειρο υπολογισμό ότι ο Σωκράτης νυμφεύτηκε σε μεγάλη ηλικία, περίπου στα 55 , αφαιρώντας την ηλικία του γιού του Λαμπροκλέα από την ηλικία του Σωκράτη το 399 μ.Χ.)
Μετά ήρθαν κάποιες γυναίκες συγγενείς του και τους έδωσε τις παραγγελίες που ήθελε, και μετά έδωσε εντολή να αποχωρήσουν οι γυναίκες και τα παιδιά. Κάθισε χωρίς να πει πολλά, ήδη πλησίαζε το ηλιοβασίλεμα. Έφτασε μετά ο υπηρέτης των ένδεκα
τον πλησίασε και του είπε: «Σωκράτη, δεν θα σε κατηγορήσω όπως τους άλλους, ότι αγανακτούν εναντίον μου και με καταριούνται, όταν τους δίνω την εντολή να πιούν το φάρμακο, επειδή οι άρχοντες με υποχρεώνουν δια νόμου να κάνω. Όλο αυτό το διάστημα είσαι από τους ανθρώπους που εκτίμησα διότι είσαι ο πιο γενναίος, πράος και άριστος από αυτούς που συνάντησα εδώ μέσα, και ξέρω ότι δεν αγανακτείς εναντίον μου, αλλά εναντίον εκείνων γιατί ξέρεις ποιοι είναι οι αίτιοι. Τώρα λοιπόν, μια και που ξέρεις τι ήρθα να σου πω, σε χαιρετώ και προσπάθησε να αντέξεις όσο τον δυνατόν με υπομονή τα αναπότρεπτα». Δάκρυσε, γύρισε και έφυγε.
Ο Σωκράτης κοιτάζοντας τον είπε: «σε χαιρετώ και γω, και θα κάνω αυτά που είπες.» μετά γύρισε μας κοίταξε και μας είπε: «Ευγενικός άνθρωπος, όλο αυτό το διάστημα με πλησίαζε και συζητούσαμε πότε πότε, και τώρα δακρύζει για τον θάνατο μου…
Αλλά έλα Κρίτων ας κάνουμε αυτά που είπε, και ας φέρει κάποιος το φάρμακο αν το έχει τρίψει και είναι έτοιμο, αλλιώς ας το τρίψει.»
Ο Κρίτων του λέει « μα Σωκράτη, ο ήλιος είναι ακόμα πάνω από τα βουνά, δεν έχει δύσει. Άλλοι πίνουν το φάρμακο πολύ αργότερα από την στιγμή που θα τους δοθεί η εντολή, αφού δειπνήσουν και κάνουν συντροφιά με αγαπημένα πρόσωπα. Δεν υπάρχει λόγος βιασύνης, έχουμε ακόμα χρόνο.»
Ο Σωκράτης απάντησε: «Οι άλλοι Κρίτων νομίζουν ότι κάτι κερδίζουν, εγώ δεν νομίζω ότι θα κερδίσω κάτι με το να πιω το φάρμακο αργότερα εκτός από το να γελοιοποιηθώ λαχταρώντας για ζωή και προσπαθώντας να την εξοικονομήσω την στιγμή που δεν μου μένει η δυνατότητα, γι αυτό πήγαινε και μην αντιδράς.»
Ο Κρίτων τότε έκανε νόημα στον δούλο. Ο δούλος με μια μικρή καθυστέρηση ήρθε και στάθηκε εμπρός του με το ποτήρι. Ο Σωκράτης τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει, και αυτός του απάντησε να πιεί και αφού το πιεί να περπατήσει εως ότου νιώσει βάρος στα πόδια. Μετά να ξαπλώσει και αυτό θα ενεργήσει, και πρόσφερε το ποτήρι στον Σωκράτη.
Ο Σωκράτης το πήρε χωρίς να δειλιάσει ή να χάσει το χρώμα του ή να αλλάξει η έκφραση του προσώπου του, και είπε: « πρέπει να
ευχόμαστε αυτήν την μετοίκηση μας προς τα εκεί να είναι καλότυχη, αυτό εύχομαι και μακάρι να γίνει έτσι.» Λέγοντας αυτά έφερε το ποτήρι στα χείλη και χωρίς να αηδιάσει το ήπιε όλο με ευκολία.
Οι περισσότεροι από εμάς μέχρι εκείνη την στιγμή είχαμε καταφέρει να συγκρατήσουμε τα δάκρυα μας, όταν όμως είδαμε που το ήπιε δεν κρατηθήκαμε άλλο. Κι εμένα χωρίς να το θέλω έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα μου, σκέπασα το πρόσωπο μου έκλαιγα για τον εαυτό μου και την δική μου κακοτυχία επειδή έχανα έναν τέτοιο άνθρωπο από φίλο. Ο δε Κρίτων επειδή δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του βγήκε έξω. Ιδίως ο Απολλόδωρος που και από πριν δεν μπορούσε να συγκρατηθεί ξέσπασε φωνάζοντας, πράγμα που προκάλεσε σπαραγμό σε όλους τους παρευρισκόμενους εκτός του Σωκράτη, ο οποίος είπε: «Τι είναι αυτά που κάνετε; Εγώ έδιωξα τις γυναίκες και τα παιδιά για να μην κάνουν έτσι. Επειδή λοιπόν έχω ακούσει ότι κανείς πρέπει να πεθαίνει μέσα σε σιωπή κάντε ησυχία και δείξτε ψυχική αντοχή.»
Εμείς ακούγοντας αυτά ντραπήκαμε και προσπαθήσαμε να συγκρατηθούμε. Αυτός κάνοντας μια βόλτα είπε ότι ένιωσε ότι τα πόδια του βαραίνουν και ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι του, γιατί έτσι του είχανε υποδείξει. Αυτός που του έδωσε το φάρμακο μετά από λίγο εξέταζε τα πόδια και τους μηρούς. Έπειτα πίεσε τα πέλματα και ρώτησε τον Σωκράτη αν το αισθανόταν, ο Σωκράτης απάντησε όχι. Κατόπιν πίεσε τις κνήμες και καθώς προχωρούσε προς τα επάνω μας έδινε την ένδειξη ότι πάγωνε και κοκάλωνε. Αυτός που τον εξέταζε είπε ότι όταν φτάσει το πάγωμα στην καρδιά ο Σωκράτης θα «φύγει». Ήδη ήταν παγωμένα τα μέλη του στην περιοχή του υπογαστρίου και ενώ ήταν όλος σκεπασμένος, ο ίδιος ξεσκέπασε το πρόσωπο του και είπε στον Κρίτωνα « Κρίτων, οφείλουμε έναν πετεινό στον Ασκληπιό. Να εξοφλήσετε την υποχρέωση, μην την αμελήσετε».
Ο Κρίτων είπε: «αυτά θα γίνουν, αλλά πες μας αν θες να γίνει και τίποτε άλλο»
Απάντηση δεν πήρε…
₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪ ЭЄ ₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪